ἀσχαλῶ

ἀσχαλῶ
ἀσχάλλω
to be distressed
fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀ̱σχαλῶ , ἀσχαλάω
to be distressed
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀσχαλάω
to be distressed
pres imperat mp 2nd sg
ἀσχαλάω
to be distressed
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀσχαλάω
to be distressed
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀσχαλάω
to be distressed
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασχαλώ — ασχάλλω …   Dictionary of Greek

  • ασχάλλω — ἀσχάλλω και ἀσχαλῶ ( άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ 2. θρηνώ για κάτι 3. διστάζω, είμαι επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασχάλλω προέρχεται από *άσχαλος (< α στερ. + θ. αορ. σχ ειν του ρ. έχω + κατάλ. αλος*) «αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • σχαλίδα — η / σχαλίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους αρχ. διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”